- ἀπράγμονος
- ἀπρά̱γμονος , ἀπράγμωνfree from businessgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτηδευτής — ἐπιτηδευτής, ὁ (Α) [επιτηδευω] αυτός που εξασκεί κάτι («ἀπράγμονος ἐπιτηδευτής βίου», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
ԱՆԻՐԱԶԵԿ — ( ) NBH 1 0155 Chronological Sequence: 6c, 13c ա. ἁπράγμονος Որ չէ իրազեկ. ոչ հետաքրքիր. եւ անտեղեակ. *Առաքինին անիրազեկ՝ նախանձաւոր վարուց եղեալ՝ խորշի (յամբոխէ). Փիլ. իմաստն.: *Պահէին զանցս եւ զկիրճս. եւ նոքա անիրազեկ էին բանին. Ուռպ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)